-
1 ἄλλοθι
ἄλλοθι, anderswo, Hom. Od. 16, 44; ἄλλοϑι γαίης 2, 131, ἄλλοϑι πάτρης 17, 318. in der Fremde; ἄλλοϑ' Od. 4, 684. 14. 130. 18. 401. 21, 83; – ἄλλοϑί που, sonst wo, Plat. Phaed. 91 e Soph. 243 b; Xen. Ath. 2, 7; ἄλλ. πῃ, ἄλλ. οὐδαμοῦ, sonst nirgends, Plat. Prot. 326 d; Xen. Mem. I, 4, 8, ποῠ ἄλλοϑι, wo sonst? Antiph. 1, 4.
-
2 άλλοθι
-
3 ἄλλοθι
-
4 ἄλλοθι
-
5 αλλοθι
adv.1) в другом месте Hom., Plat.ἄ. γαίης Hom. — в другом краю;
ἄ. πάτρης Hom. — на чужбине;μηδαμοῦ ἄ. Plat. — нигде больше;ἄ. καὴ ἄ. Arst. — и здесь, и там2) в другое местоἄ. που (v. l. ἄλλοσέ ποι) σιτηγεῖν ἢ εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Dem. — везти продовольствие не на аттическую ярмарку, а в другое место
3) иначеἐπεγένετο ἄλλοις ἄ. κωλύματα Thuc. — у всякого были свои препятствия;
ἄ. οὐδαμοῦ Plat. — никаким другим образом, не иначе -
6 ἄλλοθι
ἄλλοθι, Adv.A elsewhere, in another place, esp. in a strange or foreign land, Od.14.130, al. (not in Il.): c. gen., ἄ. γαίης in another or strange land, Od.2.131 ; but ἄ. πάτρης elsewhere than in one's native land, i.e. away from home, 17.318 ; ἄ. που or πῃ some where else, Pl.Phd. 91e (v.l.), Sph. 243b; ἄ. οὐδαμοῦ, πολλαχοῦ, X.Mem.1.4.8, Pl.Smp. 209e; ἄ. ἑν οἷς .., as if ἐν ἄλλοις ἔργοις, Id.La. 181e ; ἄ. καὶ ἄ to different points (cf.ἄλλος 11.3
), Arist.Mete. 376b11. -
7 ἄλλοθι
ἄλλοθι, anderswo; in der Fremde; sonst wo; sonst nirgends, wo sonst? -
8 άλλοθι
1. επίρρ. уст. в другом месте;2. (τό) юр. алиби -
9 άλλοθι
[аллоти] ουσ. о. άκλ в другом месте,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άλλοθι
-
10 άλλοθι
[аллоти] ουσ ο άκλ в другом месте. -
11 ἄλλοθι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄλλοθι
-
12 άλλοθι
алибитоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > άλλοθι
-
13 άλλοθι
alibiΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άλλοθι
-
14 alibi
άλλοθι -
15 αλλοθ΄
ἄλλοθ΄in elisione = ἄλλοθι См. αλλοθι -
16 алиби
алибис нескл. юр. τό ἄλλοθι:доказать свое \алиби ἀποδεικνύω τό ἀλλοθι. -
17 άλλοθ'
ἄλλοθι, ἄλλοθιelsewhere: indeclform (adverb)ἄλλοτε, ἄλλοτεat another time: indeclform (adverb) -
18 ἄλλοθ'
ἄλλοθι, ἄλλοθιelsewhere: indeclform (adverb)ἄλλοτε, ἄλλοτεat another time: indeclform (adverb) -
19 πανταχοῦ
πανταχοῦ, überall, an allen Orten; κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ, Eur. I. T. 568; Soph. Ai. 1252; ἄλλοϑι πανταχοῦ, Plat. Charm. 160 c, öfter, u. Folgende; auch cum gen., πανταχοῦ γῆς, Plat. Phaed. 111 a.
-
20 πολλαχόθι
πολλαχόθι, wie πολλαχοῦ, an vielen Orten; ἄλλοϑι, Xen. Cyr. 7, 1, 30; καὶ πολλάκις, Luc. Hermot. 39.
См. также в других словарях:
ἄλλοθι — elsewhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… … Dictionary of Greek
άλλοθι — το (νομ.), ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ή η απόδειξη ότι, όταν γινόταν η αξιόποινη πράξη για την οποία τον κατηγορούν, αυτός βρισκόταν σ άλλο τόπο: Ο κατηγορούμενος πρόβαλε για υπεράσπιση του αναμφισβήτητο άλλοθι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλλοθ' — ἄλλοθι , ἄλλοθι elsewhere indeclform (adverb) ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
отъиноудоу — (9*) нар. Из другого места: бѣ видѣти и множьство бещисмене. къ нѥмѹ ѹбо съход˫аще. ѡвѣхъ же ѿ ѡкр(с)ьнихъ мѣстъ. ины же ѿинѹдѹ събьра||въшас˫а. (ἀλλαχόϑεν) ЖФСт к. XII, 162–163; чѧсто бо к нѥмꙊ приход˫ахѹ на вс˫акъ чѧ(с) дрѹзи же ѿинѹдѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… … Hofmann J. Lexicon universale
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
αλλοθιγενής — ές αυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + γενὴς < γένος] … Dictionary of Greek
αυτόθι — (AM αὐτόθι) επίρρ. στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο νεοελλ. (για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω αρχ. αμέσως, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek